- κυμβαλισμός
- ο муз. игра на тарелках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυμβαλισμός — ο (Α κυμβαλισμός) [κυμβαλίζω] το να παίζει κάποιος το κύμβαλο, η ανάκρουση τού κυμβάλου … Dictionary of Greek
κυμβαλισμόν — κυμβαλισμός playing on cymbals masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)